„Wall“: Maskulinum, männlich WallMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s; Wälle> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) πρόχωμα, ανάχωμα πρόχωμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Wall ανάχωμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Wall Wall