„Verpflegung“: Femininum, weiblich VerpflegungFemininum, weiblich | θηλυκό f <-> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) διατροφή, τροφή, συσσίτιο διατροφήFemininum, weiblich | θηλυκό f Verpflegung Verpflegung τροφήFemininum, weiblich | θηλυκό f Verpflegung Speise Verpflegung Speise συσσίτιοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Verpflegung Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL Verpflegung Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL