Verlauf
Maskulinum, männlich | αρσενικό mVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- πορείαFemininum, weiblich | θηλυκό fVerlauf EntwicklungVerlauf Entwicklung
- εξέλιξηFemininum, weiblich | θηλυκό fVerlauf auch | και, επίσηςa. KrankheitVerlauf auch | και, επίσηςa. Krankheit
- διάρκειαFemininum, weiblich | θηλυκό fVerlauf ZeitraumVerlauf Zeitraum
- ιστορικόNeutrum, sächlich | ουδέτερο nVerlauf Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUTVerlauf Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT