Verkehrsbehinderung
Femininum, weiblich | θηλυκό fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- μπλοκάρισμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο nVerkehrsbehinderungVerkehrsbehinderung
- παρακώλυσηFemininum, weiblich | θηλυκό f της κυκλοφορίαςVerkehrsbehinderung Rechtswesen | νομικός όροςJURVerkehrsbehinderung Rechtswesen | νομικός όροςJUR