Vergleich
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s; -e>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- σύγκρισηFemininum, weiblich | θηλυκό fVergleichVergleich
- συμβιβασμόςMaskulinum, männlich | αρσενικό mVergleich Rechtswesen | νομικός όροςJURVergleich Rechtswesen | νομικός όροςJUR