„Verflechtung“: Femininum, weiblich VerflechtungFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en>auch | και, επίσης a. in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) σύμπλεγμα, πλοκή, εμπλοκή σύμπλεγμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Verflechtung πλοκήFemininum, weiblich | θηλυκό f Verflechtung εμπλοκήFemininum, weiblich | θηλυκό f Verflechtung Verflechtung