„Unterordnung“: Femininum, weiblich UnterordnungFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) υποταγή, υποτέλεια, υπόταξη υποταγήFemininum, weiblich | θηλυκό f Unterordnung υποτέλειαFemininum, weiblich | θηλυκό f Unterordnung Unterordnung υπόταξηFemininum, weiblich | θηλυκό f Unterordnung Biologie | βιολογίαBIOL Unterordnung Biologie | βιολογίαBIOL