„untergeordnet“: Adjektiv untergeordnetAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) δευτερεύων, υφιστάμενος δευτερεύων, υφιστάμενος untergeordnet untergeordnet exemples untergeordneter Satz εξαρτημένη πρότασηFemininum, weiblich | θηλυκό f untergeordneter Satz untergeordneter Ordner Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT υποφάκελοςMaskulinum, männlich | αρσενικό m untergeordneter Ordner Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT untergeordnet sein είμαι υποδεέστερος (Dativ | δοτικήdat /Genitiv | γενική gen) (Dativ | δοτικήdat /Genitiv | γενική gen) untergeordnet sein