„Unrechtsbewusstsein“: Neutrum, sächlich UnrechtsbewusstseinNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) συνειδητοποίηση αδικήματος συνειδητοποίησηFemininum, weiblich | θηλυκό f αδικήματος Unrechtsbewusstsein Unrechtsbewusstsein