Umweltbewusstsein
Neutrum, sächlich | ουδέτερο nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- οικολογική συνείδησηFemininum, weiblich | θηλυκό fUmweltbewusstseinπεριβαλλοντολογική ευαισθητοποίησηFemininum, weiblich | θηλυκό fUmweltbewusstseinUmweltbewusstsein