Tropfen
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; ->Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Tropfen
- ψιχάλαFemininum, weiblich | θηλυκό fTropfen von RegenTropfen von Regen
- σταγόνεςFemininum Plural | πληθυντικός θηλυκού fplTropfen Medizin | ιατρικήMEDMaskulinum Plural | πληθυντικός αρσενικού mplTropfen Medizin | ιατρικήMEDMaskulinum Plural | πληθυντικός αρσενικού mpl
exemples
- der Tropfen der das Fass zum überlaufen bringtη σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι