Tauschbörse
Femininum, weiblich | θηλυκό fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- ανταλλακτήριοNeutrum, sächlich | ουδέτερο nTauschbörseTauschbörse
- σύστημαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n διαμοιρασμού αρχείωνTauschbörse Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUTTauschbörse Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT