„Tagesbedarf“: Maskulinum, männlich TagesbedarfMaskulinum, männlich | αρσενικό m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) ημερήσιες ανάγκες ημερήσιες ανάγκεςFemininum Plural | πληθυντικός θηλυκού fpl Tagesbedarf Tagesbedarf