„Stiel“: Maskulinum, männlich StielMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s; -e> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) λαβή, μίσχος, χερούλι, κοτσάνι λαβήFemininum, weiblich | θηλυκό f Stiel χερούλιNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Stiel Stiel μίσχοςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Stiel Pflanze κοτσάνιNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Stiel Pflanze Stiel Pflanze