Shortcut
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; -s>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- συντόμευσηFemininum, weiblich | θηλυκό fShortcut Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUTShortcut Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT