„Seelsorge“: Femininum, weiblich SeelsorgeFemininum, weiblich | θηλυκό f <-> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) φροντίδα για τη σωτηρία της ψυχής φροντίδαFemininum, weiblich | θηλυκό f για τη σωτηρία της ψυχής Seelsorge Seelsorge