„Schrot“: Maskulinum, männlich SchrotMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s; -e> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) χοντροκομμένο σιτάρι, σκάγια χοντροκομμένο σιτάριNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Schrot Getreide Schrot Getreide σκάγιαNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου npl Schrot Munition Schrot Munition