„Schicksal“: Neutrum, sächlich SchicksalNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-s; -e> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) τύχη, μοίρα, ριζικό, γραμμένο τύχηFemininum, weiblich | θηλυκό f Schicksal μοίραFemininum, weiblich | θηλυκό f Schicksal ριζικόNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Schicksal γραμμένοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Schicksal Schicksal