„Scheinwerfer“: Maskulinum, männlich ScheinwerferMaskulinum, männlich | αρσενικό m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) προβολέας, φανάρι προβολέαςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Scheinwerfer auch | και, επίσηςa. Auto | αυτοκίνητοAUTO Scheinwerfer auch | και, επίσηςa. Auto | αυτοκίνητοAUTO φανάριNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Scheinwerfer Auto | αυτοκίνητοAUTO Scheinwerfer Auto | αυτοκίνητοAUTO