„Scheck“: Maskulinum, männlich ScheckMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; -s> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) τσεκ, ταχυδρομική επιταγή, ταξιδιωτικό τσεκ, επιταγή τσεκNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Scheck (τραπεζική) επιταγήFemininum, weiblich | θηλυκό f Scheck Scheck ταχυδρομική επιταγήFemininum, weiblich | θηλυκό f Scheck Postscheck Scheck Postscheck ταξιδιωτικό τσεκNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Scheck Reisescheck Scheck Reisescheck