„Säule“: Femininum, weiblich SäuleFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -n> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) κολόνα, στήλη, κίονας κολόναFemininum, weiblich | θηλυκό f Säule στήληFemininum, weiblich | θηλυκό f Säule Säule κίοναςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Säule Architektur | αρχιτεκτονικήARCH Säule Architektur | αρχιτεκτονικήARCH