Rückschlag
Maskulinum, männlich | αρσενικό mVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- χτύπημαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n αντεπίθεσηςRückschlagRückschlag
- επιδείνωσηFemininum, weiblich | θηλυκό fRückschlag in übertragenem Sinn | μεταφορικάfigRückschlag in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig