„roh“: Adjektiv rohAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adjauch | και, επίσης a. in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) ωμός, άβραστος, ακατέργαστος, ημιτελής, ατελής, άγριος ωμός ωμός roh roh άβραστος roh ungekocht roh ungekocht ακατέργαστος roh unbearbeitet roh unbearbeitet ημιτελής, ατελής roh unfertig roh unfertig άγριος, ωμός roh grob in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig roh grob in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig