„Reiz“: Maskulinum, männlich ReizMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-es; -e> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) γοητεία, χάρη, ερέθισμα γοητείαFemininum, weiblich | θηλυκό f Reiz χάρηFemininum, weiblich | θηλυκό f Reiz Reiz ερέθισμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Reiz Biologie | βιολογίαBIOL Psychologie | ψυχολογίαPSYCH Reiz Biologie | βιολογίαBIOL Psychologie | ψυχολογίαPSYCH