„privat“: Adjektiv privatAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) ιδιωτικός, ιδιαίτερος ιδιωτικός, ιδιαίτερος privat privat exemples privat versichert sein έχω ιδιωτική ασφάλιση privat versichert sein