„Pockenschutzimpfung“: Femininum, weiblich PockenschutzimpfungFemininum, weiblich | θηλυκό f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) εμβόλιο κατά της ευλογίας εμβόλιοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n κατά της ευλογίας Pockenschutzimpfung Pockenschutzimpfung