„ohnegleichen“: Adjektiv ohnegleichenAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) μια απίστευτη αυθάδεια μια ασύγκριτη επιτυχία exemples eine Frechheit ohnegleichen μια απίστευτη αυθάδεια eine Frechheit ohnegleichen ein Erfolg ohnegleichen μια ασύγκριτη επιτυχία ein Erfolg ohnegleichen