„Öffentlichkeitsarbeit“: Femininum, weiblich ÖffentlichkeitsarbeitFemininum, weiblich | θηλυκό f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) δημόσιες σχέσεις δημόσιες σχέσειςFemininum Plural | πληθυντικός θηλυκού fpl Öffentlichkeitsarbeit Öffentlichkeitsarbeit