„Obstsorte“: Femininum, weiblich ObstsorteFemininum, weiblich | θηλυκό f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) φρούτο, είδος φρούτου φρούτοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Obstsorte είδοςNeutrum, sächlich | ουδέτερο n φρούτου Obstsorte Obstsorte