„Motor“: Maskulinum, männlich MotorMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; Motoren> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) κινητήρας, μηχανή, μοτέρ κινητήραςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Motor μηχανήFemininum, weiblich | θηλυκό f Motor μοτέρNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Motor Motor