„Mops“: Maskulinum, männlich MopsMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-es; Möpse> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) είδος μπουλντόγκ είδοςNeutrum, sächlich | ουδέτερο n μπουλντόγκ Mops Hund Mops Hund exemples MöpsePlural | πληθυντικός pl umgangssprachlich | οικείοumg Busen βυζιάNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου npl MöpsePlural | πληθυντικός pl umgangssprachlich | οικείοumg Busen MöpsePlural | πληθυντικός pl Geld παραδάκιαNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου npl MöpsePlural | πληθυντικός pl Geld