Mobilisierung
Femininum, weiblich | θηλυκό f <->Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- κινητοποίησηFemininum, weiblich | θηλυκό fMobilisierungMobilisierung
- επιστράτευσηFemininum, weiblich | θηλυκό fMobilisierung Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMILMobilisierung Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL