„mitwirken“: intransitives Verb mitwirkenintransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/i Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) συμμετέχω, συμβάλλω, συνεργάζομαι συμμετέχω, συμβάλλω (bei, an+Dativ | +δοτική +dat σε) mitwirken συνεργάζομαι mitwirken mitwirken