„mittlerweile“: Adverb mittlerweileAdverb | επίρρημα adv Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) στο μεταξύ, εν τω μεταξύ στο μεταξύ, εν τω μεταξύ mittlerweile mittlerweile