„Mitgliedschaft“: Femininum, weiblich MitgliedschaftFemininum, weiblich | θηλυκό f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) συμμετοχή ως μέλος συμμετοχήFemininum, weiblich | θηλυκό f ως μέλος Mitgliedschaft Mitgliedschaft