Mischling
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; -e>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- μιγάδαςMaskulinum, männlich | αρσενικό mMischling besonders | ιδίως, ιδιαίτεραbesonders pejMischling besonders | ιδίως, ιδιαίτεραbesonders pej
- υβρίδιοNeutrum, sächlich | ουδέτερο nMischling Zoologie | ζωολογίαZOOLMischling Zoologie | ζωολογίαZOOL
- μπάσταρδοNeutrum, sächlich | ουδέτερο nMischling HundMischling Hund