„Mischfarbe“: Femininum, weiblich MischfarbeFemininum, weiblich | θηλυκό f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) αναμεμειγμένο χρώμα, δευτερεύον χρώμα αναμεμειγμένο χρώμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Mischfarbe Mischfarbe δευτερεύον χρώμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Mischfarbe Physik | φυσικήPHYS Mischfarbe Physik | φυσικήPHYS