„Machtergreifung“: Femininum, weiblich MachtergreifungFemininum, weiblich | θηλυκό f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) άνοδος στην εξουσία άνοδοςFemininum, weiblich | θηλυκό f στην εξουσία (durchGenitiv | γενική gen) Machtergreifung Machtergreifung