„Look“: Maskulinum, männlich LookMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; -s> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) εμφάνιση εμφάνισηFemininum, weiblich | θηλυκό f Look Moderichtung, Aussehen Look Moderichtung, Aussehen exemples dein neuer Look gefällt mir μου αρέσει η καινούρια σου εμφάνιση dein neuer Look gefällt mir im Look der 60er Jahre στο στυλ της δεκαετίας του ’60 im Look der 60er Jahre