Leitwährung
Femininum, weiblich | θηλυκό fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- νομισματική βάσηFemininum, weiblich | θηλυκό f αναφοράς ισοτιμιώνLeitwährung Finanzen und Bankwesen | οικονομικάFINLeitwährung Finanzen und Bankwesen | οικονομικάFIN