„Lehrzeit“: Femininum, weiblich LehrzeitFemininum, weiblich | θηλυκό f <-> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) μαθητεία, διάρκεια εκπαίδευσης μαθητείαFemininum, weiblich | θηλυκό f Lehrzeit διάρκειαFemininum, weiblich | θηλυκό f εκπαίδευσης Lehrzeit Lehrzeit