„Lebensgröße“: Femininum, weiblich LebensgrößeFemininum, weiblich | θηλυκό f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) ένα άγαλμα κανονικών διαστάσεων exemples eine Statue in Lebensgröße ένα άγαλμα κανονικών διαστάσεων eine Statue in Lebensgröße