Kompression
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- συμπίεσηFemininum, weiblich | θηλυκό fKompression auch | και, επίσηςa. Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUTKompression auch | και, επίσηςa. Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT