Keim
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s; -e>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- βλαστόςMaskulinum, männlich | αρσενικό mKeim Botanik | βοτανικήBOTβλαστάριNeutrum, sächlich | ουδέτερο nKeim Botanik | βοτανικήBOTKeim Botanik | βοτανικήBOT
- σπέρμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο nKeim in übertragenem Sinn | μεταφορικάfigσπόροςMaskulinum, männlich | αρσενικό mKeim in übertragenem Sinn | μεταφορικάfigKeim in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig
- μικρόβιοNeutrum, sächlich | ουδέτερο nKeim Medizin | ιατρικήMEDKeim Medizin | ιατρικήMED