„Kaufsucht“: Femininum, weiblich KaufsuchtFemininum, weiblich | θηλυκό f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) εθισμός στις αγορές εθισμόςMaskulinum, männlich | αρσενικό m στις αγορές Kaufsucht Kaufsucht