„Kanzel“: Femininum, weiblich KanzelFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -n> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) άμβωνας, θάλαμος κυβέρνησης άμβωναςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Kanzel Religion | θρησκείαREL Kanzel Religion | θρησκείαREL θάλαμοςMaskulinum, männlich | αρσενικό m κυβέρνησης Kanzel Luftfahrt | αεροπορίαFLUG Kanzel Luftfahrt | αεροπορίαFLUG