Kampf
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s; Kämpfe>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- αγώναςMaskulinum, männlich | αρσενικό m (um, für για)Kampf auch | και, επίσηςa. Sport | αθλητισμόςSPORTKampf auch | και, επίσηςa. Sport | αθλητισμόςSPORT
- μάχηFemininum, weiblich | θηλυκό fKampf KampfhandlungKampf Kampfhandlung
- πάληFemininum, weiblich | θηλυκό fKampf in übertragenem Sinn | μεταφορικάfigKampf in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig