„hilfsbedürftig“: Adjektiv hilfsbedürftigAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) αυτός που χρειάζεται βοήθεια αυτός που χρειάζεται βοήθεια hilfsbedürftig hilfsbedürftig