„hiesig“: Adjektiv hiesigAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) τοπικός, εγχώριος, εντόπιος τοπικός, εγχώριος, εντόπιος hiesig hiesig