„hellhörig“: Adjektiv hellhörigAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) σε αυτό το σπίτι ακούγονται τα πάντα τέντωσε τα αυτιά του exemples das Haus ist sehr hellhörig σε αυτό το σπίτι ακούγονται τα πάντα das Haus ist sehr hellhörig er wurde hellhörig τέντωσε τα αυτιά του er wurde hellhörig